Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ Συνεργαζόμενος

См. также в других словарях:

  • συνεργαζόμενος — συνεργάζομαι work with pres part mp masc nom sg συνεργάζομαι work with pres part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αργύρης, Γιάννης — (Σχηματάρι Βοιωτίας, 1918 – 1993).Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή το 1937, στον ρόλο του Βραβάντιου στον Οθέλλο και στον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ. Ακολούθησε ο …   Dictionary of Greek

  • BALNEIS edendi mos (in) — in BALNEIS edendi mos apud delicatiores in usu olim. Ael. Lampfrid. in Commodo, c. 11. Lavabat per diem septies atque octies et in ipsis balneis edebat. Hinc in Balneis frequentes Libarii, Botularii, Crustularii et omnes popinarum Institores, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

  • φυσιολογία — Είναι η επιστήμη των φυσιολογικών λειτουργιών των έμβιων όντων. Αντικείμενό της αποτελούν π.χ. η θρέψη, ο μεταβολισμός, η δραστηριότητα των διαφόρων συστημάτων και η εσωτερική οργάνωση των έμβιων όντων, οι αντιδράσεις στις μεταβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης, Γεώργιος (Τζώρτζης) — (Κωνσταντινούπολη 1912 – Αθήνα 1983).Δημοσιογράφος και εκδότης. Το 1924 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη γαλλική σχολή Άγιος Παύλος. Αρχικά εργάστηκε ως λογιστής (1932 34) και στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως εκδότης και δημοσιογράφος. Το… …   Dictionary of Greek

  • Απέργης, Αναστάσιος — (1864; – 1942). Ηθοποιός του θεάτρου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1884 παίζοντας διάφορους δευτερεύοντες ρόλους με τον θίασο του Διονύσιου Ταβουλάρη. H επιτυχία ήρθε δέκα χρόνια αργότερα, αφού στο μεταξύ μεταπήδησε στον χώρο της κωμωδίας.… …   Dictionary of Greek

  • Αυλωνίτης, Βασίλης — (1904 1970). Ηθοποιός του μουσικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε το 1924 στο έργο Ερωτικές γκάφες. Έπαιξε επίσης με τον θίασο Ζάχου Θάνου στο Κορίτσι της γειτονιάς και σημείωσε μεγάλη επιτυχία με το νούμερο Εσπεράντο στην… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλειάδης, Νικόλαος — (Κωνσταντινούπολη 1867 – 1945). Γιατρός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχικά στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και στη συνέχεια στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αφού μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Βελλιανίτης, Θεόδωρος — (Πειραιάς 1863 – Αθήνα 1933). Δημοσιογράφος, πολιτικός και λογοτέχνης από τους Παξούς. Σε νεαρή ηλικία πήγε στη Ρωσία, όπου έμαθε τη γλώσσα του τόπου. Γύρισε έπειτα στην Ελλάδα και ήταν ο πρώτος που γνώρισε στη χώρα τη ρωσική λογοτεχνία με σειρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»